ἀρτιβλαστής

ἀρτιβλαστής
ἀρτι-βλαστής, ἀρτί-βλαστος, eben, jüngst sprossend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρτιβλαστής — ἀρτιβλαστής, ές (Α) αυτός που βλάστησε πριν λίγο ή που αναπτύχθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + βλαστάνω (έβλαστον)] …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιβλαστῆ — ἀρτιβλαστής newly budding neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιβλαστής newly budding masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιβλαστής newly budding masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιβλαστῶν — ἀρτιβλαστής newly budding masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”